- μπαγαπόντης
- ο , μπαγαπόντισσα η плут, -овка, обманщ|ик, -ица; мошенн|ик, -ица; пройдоха (разг ); авантюрист, -ка; проходимец; шарлатан, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαγαπόντης — και μπαγαμπόντης και βαγαπόντης, ο, θηλ. ισσα αλήτης, απατεώνας, κατεργάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vagabondo < λατ. vagabundus «περιπλανώμενος» < vago, āri «περιπλανιέμαι» (πρβλ. γαλλ. vagabond). Οι τ. μπαγαπόντης / μπαγαμπόντης με… … Dictionary of Greek
μπαγαπόνταρος — ο [μπαγαπόντης] μεγάλος μπαγαπόντης, μεγάλος κατεργάρης … Dictionary of Greek
βαγαπόντης — και μπαγαπόντης και παγαπόντης, ο 1. ο απατεώνας, ο αγύρτης 2. ο άσωτος 3. ο αλήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vagabondo < λατ. vagabundus «περιπλανώμενος»] … Dictionary of Greek
μπαγαποντάκος — και μπαγαμποντάκος και βαγαποντάκος, ο [μπαγαπόντης] μικροκατεργάρης, μικροαπατεώνας … Dictionary of Greek
μπαγαποντιά — και μπαγαμποντιά και βαγαποντιά, η [μπαγαπόντης] 1. η ιδιότητα τού μπαγαπόντη, δολιότητα, κατεργαριά 2. πράξη απάτης, απατηλή ενέργεια … Dictionary of Greek
μπαγαπόντικος — και μπαγαμπόντικος και βαγαπόντικος, η, ο [μπαγαπόντης] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε μπαγαπόντη, αλήτικος. επίρρ... μπαγαπόντικα και μπαγαμπόντικα και βαγαπόντικα με μπαγαπόντικο τρόπο … Dictionary of Greek
βαγαμπόντης — ισσα, ικο βλ. μπαγαπόντης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαγα(μ)πόντης — ο θηλ. ισσα (λ. ιταλ.), απατεώνας, κατεργάρης, πονηρός: Ο περιπτεράς είναι μπαγαπόντης και με κλέβει στα ρέστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)